- ταναίμυκος
- τᾰναίμῡκος, ον,A far-bellowing,
βοῦς AP6.116
([place name] Samus).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βοῦς AP6.116
([place name] Samus).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ταναίμυκος — ον, Α (για βοοειδή) αυτός που μουγκρίζει δυνατά («δέρμα ταναιμύκου... βοός», Ανθ. Παλ). [ΕΤΥΜΟΛ. < Ο τ. ταναί μυκος < ταναός* «υψηλός» κατά τα συνθ. σε ταλαι , παλαι (πρβλ. ταλαί πωρος*) + μυκος (< μυκῶμαι «μουγγρίζω»), πρβλ. μεγά μυκος] … Dictionary of Greek
ταναιμύκου — ταναιμύ̱κου , ταναίμυκος far bellowing masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)